Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ελατήριο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 molla ~f~ το ελατήριο ενός ρολογιού == la molla di un orologio
2 ((figurato)) molla ~f~, move`nte τα ελατήρια ενός φόνου == i moventi di un delitto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ελάτη ελατηριωτός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---