Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόελατήριο
ουσιαστικό ουδέτερο 1 molla ~f~ το ελατήριο ενός ρολογιού == la molla di un orologio 2 ((figurato)) molla ~f~, move`nte τα ελατήρια ενός φόνου == i moventi di un delitto permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |