Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόελαστικός
επίθετο ela`stico ((anche in senso figurato)) ελαστικές κάλτσες == calze elastiche | ελαστική ηθική == morale elastica ελαστικότατος επίθετο superlativo di [ελαστικός] ελαστικότερος επίθετο comparativo di [ελαστικός] ελαστικώτερος επίθετο comparativo di [ελαστικός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |