Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ελασματουργός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 lamieri`sta ~mf~
2 laminato`re ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ελασματοποιώ ελάσσων  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---