Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκτίμηση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 sti`ma ~f~, valutazio`ne ~f~ εκτίμηση περιουσίας == stima dei beni | εκτίμηση ζημιών == valutazione dei danni
2 sti`ma ~f~, considerazio`ne ~f~ ανέβηκε στην εκτίμιησή μου == è salito nella mia stima | τον έχω σε μεγάλη εκτίμηση == lo tengo in grande considerazione
3 reputazio`ne ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκτιμημένος εκτιμητής  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


με εκτίμηση = distinti saluti [αρσ. πλυθ.]


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---