Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκπτώσεις
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

saldi ~mp~ σε πέντε μέρες αρχίζoυν οι εκπτώσεις == fra cinque giorni iniziano i saldi

έκπτωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 decade`nza ~f~
2 cadu`ta ~f~, pe`rdita ~f~, deposizio`ne ~f~ έκπτωση από βαθμό == perdita di grado | έκπτωση από θρόνο == perdita del trono
3 [τιμής] sco`nto ~m~, riduzio`ne ~f~ θα Σας κάνω 20% έκπτωση == Le faccio il 20% di sconto
4 diritto annullame`nto ~m~
5 linguistica cadu`ta ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκπτύσσω εκπτωτικός  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


(vendite scontate) οι εκπτώσεις [f.] = (εκπτώσεις) i saldi [αρσ. πλυθ.] || οι εκπτώσεις [f.] = saldi [αρσ. πλυθ.]


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---