Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκπίπτω  
ρήμα αμετάβατο

decade`re, retroce`dere εξέπεσε του βαθμού/ τον == è retrocesso di grado

εκπίπτω
ρήμα μεταβατικό

detra`rre, sottra`rre εκπίπτω τα έξοδα νοσηλείας από τους φόρους == detrarre dalle tasse le spese di degenza

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκπηδώ εκπλειστηριάζομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---