Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκπεσμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 crollo ~m~
2 decade`nza ~f~
3 declassame`nto ~m~
4 dispre`gio ~m~
5 prostrazio`ne ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκπέμπων εκπηγάζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---