Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεκπέμπομαι
ρήμα παθητικό εκπέμπω ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο 1 διαχέω eme`ttere, emana`re εκπέμπω θερμότητα / ακτινοβολία == emanare calore / radiazioni 2 μεταδίδω trasme`ttere, me`ttere in o`nda αυτός o τηλεοπτικός σταθμός εκπέμπει από τη Θεσσαλονίκη == questa stazione televisiva trasmette da Salonicco permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |