Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκπαραθύρωση  
ουσιαστικό θηλυκό

defenestrazione ((anche in senso figurato)) η εκπαραθύρωση του υπουργού συγκλόνισε την κοινή γνώμη == la defenestrazione del ministro ha scosso l'opinione pubblica

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκπαραθυρώνω εκπαρθενεύομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---