Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκπαιδευτής  
ουσιαστικό αρσενικό

1 istrutto`re ~m~, addestrato`re ~m~ εκπαιδευτής νεοσυλλέκτων == istruttore di reclute
2 educato`re ~m~, precetto`re

εκπαιδεύτρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [εκπαιδευτής ^-ή, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκπαιδευτήριο εκπαιδευτικοί  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---