Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεκπαίδευση
ουσιαστικό θηλυκό 1 educazio`ne ~f~ 2 istruzio`ne ~f~ δημόσια εκπαίδευση == istruzione pubblica | ιδιωτική εκπαίδευση == istruzione privata | μέση (δευτεροβάθμια) εκπαίδευση == istruzione secondaria 3 militare addestrame`nto ~m~ κέντρο εκπαιδεύσεως νεοσυλλέκτων == centro addestramento reclute permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |