Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκπαιδευμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [εκπαιδεύω]
2 diploma`to
3 educa`to
4 erudi`to
5 esercita`to
6 impratichi`to
7 istrui`to
8 sapie`nte
9 sapu`to
10 versa`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  έκπαγλος εκπαιδεύομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---