Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεκνευριστικός
επίθετο irrita`nte εκνευριστικός άνθρωπος == persona irritante | είναι εκνευριστικό να περιμένεις ώρες στην ουρά == è irritante fare la fila per ore permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |