Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκνευριστικός  
επίθετο

irrita`nte εκνευριστικός άνθρωπος == persona irritante | είναι εκνευριστικό να περιμένεις ώρες στην ουρά == è irritante fare la fila per ore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκνευριστικά έκνομα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---