Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δυσφορώ  
ρήμα αμετάβατο

mostra`re insoffere`nza; dare segni d'impazie`nza οι ταξιδιώτες δυσφόρησαν μαθαίνοντας ότι το αεροπλάνο είχε κα υστέρηση==i viaggiatori hanno dato segni di impazienza all' annuncio del ritardo dell'aereo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δυσφορία δυσφρασία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---