Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δυσφορία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 disappu`nto ~m~; malconte`nto ~m~ οι φοιτητές εξέφρασαν έντονα τη δυσφορία τους==gli studenti hanno espresso rumorosamente il loro malcontento
2 senso ~m~ di soffocame`nto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δυσφημών δυσφορώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---