Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δυσφημίζομαι
ρήμα παθητικό

lo stesso che [δυσφημούμαι]

δυσφημίζω
ρήμα μεταβατικό

lo stesso che [δυσφημώ]

δυσφημούμαι
ρήμα παθητικό

discredita`rsi

δυσφημώ  
ρήμα μεταβατικό

1 denigra`re; diffama`re έκανε αγωγή στο περιοδικό γιατί τη δυσφήμησε==ha sporto querela contro la rivista che l'aveva diffamata
2 scredita`re με τη διαγωγή τον δυσφήμισε τον κλάδο μας==con il suo comportamento ha screditato l'intera categoria

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δυσφήμηση δυσφήμιση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---