Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδυσχέρεια
ουσιαστικό θηλυκό difficoltà ~f~; inconvenie`nte ~m~; into`ppo ~m~ η εταιρεία μας αντιμετωπίζει σοβαρές οικονομικές δυσχέρειες==la nostra società si trova in notevoli difficoltà economiche permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |