Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δυσχέρεια  
ουσιαστικό θηλυκό

difficoltà ~f~; inconvenie`nte ~m~; into`ppo ~m~ η εταιρεία μας αντιμετωπίζει σοβαρές οικονομικές δυσχέρειες==la nostra società si trova in notevoli difficoltà economiche

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δυσχεραίνω δυσχερέστατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---