Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διπλός  
επίθετο

1 do`ppio διπλά σύμφωνα==consonanti doppie | διπλή σημασία==doppio senso | διπλό κρεβάτι==letto a due piazze, letto matrimoniale | διπλό σεντόνι==lenzuolo a due piazze
2 du`plice διπλή ιδιότητα==duplice funzione | διπλή μερίδα==porzione doppia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διπλοπρόσωπος διπλοσάγονο  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο δρόμος διπλής κατεύθυνσης = strada [θηλ.] a doppio senso


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---