Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιπλοσάγονο
ουσιαστικό ουδέτερο do`ppio mento ~m~; pappago`rgia ~f~ διπλοσάγωνο ουσιαστικό ουδέτερο lo stesso che [διπλοσάγονο ^-ου, το^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |