Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δίπλωμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 diplo`ma ~m~ έχει δίπλωμα ηλεκτρολόγου==ha il diploma di elettricista
2 οδηγού pate`nte ~f~ δίπλωμα οδήγησης==patente di guida
3 breve`tto ~m~ δίπλωμα ευρεσιτεχνίας==brevetto d'invenzione
4 αεροπλάνου breve`tto ~m~
5 il piega`re; piegatu`ra ~f~ βοήθησέ με στο δίπλωμα της κουβέρτας==aiutami a piegare la coperta!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διπλοψηφισμένος διπλωμάτης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---