Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διπλώνομαι
ρήμα παθητικό

accovaccia`rsi

διπλώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 piega`re διπλώνω την εφημερίδα==piegare il giornale | ο πόνος με δίπλωσε στα δύο==mi sono piegato in due dal dolore
2 avvo`lgere; avviluppa`re; confeziona`re διπλώνω ένα δώρο==confezionare un regalo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διπλωμένος διπλωπία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---