Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιασκορπίζομαι
ρήμα παθητικό 1 diffo`ndersi 2 disgrega`rsi 3 dispe`rdersi 4 dissipa`rsi διασκορπίζω ρήμα μεταβατικό 1 dispe`rdere; sparpaglia`re ο αέρας διασκόρπισε τα φύλλα==il vento disperse le foglie 2 dissipa`re; dilapida`re διασκόρπισε την περιουσία του==ha dissipato il suo patrimonio permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |