Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διασκορπισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

dissipazio`ne ~f~; spe`rpero ~m~; dilapidazio`ne ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διασκορπισμένος διασκορπιστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---