Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιασκορπισμένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [διασκορπίζω] 2 dispe`rso 3 sbanda`to 4 sparpaglia`to 5 sparso permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |