Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιασκευαστής
ουσιαστικό αρσενικό 1 chi cura l'adattame`nto, la riduzio`ne di un'o`pera 2 musica arrangiato`re ~m~ διασκευάστρια ουσιαστικό θηλυκό femminile di [διασκευαστής ^-ής, ο^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |