Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαπασών
ουσιαστικό θηλυκό 1 musica dia`pason ~m~ 2 ((figurato)) cu`lmine ~m~; ma`ssimo grado ~m~ ακούω ραδιόφωνο στη διαπασών==ascoltare la radio a pieno volume, tenere il volume della radio al massimo διαπασών ουσιαστικό ουδέτερο lo stesso come il femminile permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |