Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
διαπαιδαγωγούμαι
ρήμα παθητικό
edifica`rsi
διαπαιδαγωγώ
ρήμα μεταβατικό
educa`re; istrui`re
διαπαιδαγώγησε τα παιδιά της με χριστιανικές αρχές==ha educato i figli secondo principi cristiani
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< διαπαιδαγωγικός
διαπάλη >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
διαολοστέλνομαι
Ρ αόρ. δια...
διαολοστέλνω
Ρ αόρ. δια...
διαπαιδαγωγημένος
[επίθ.]
διαπαιδαγώγηση
{-ης κ. -ή...
διαπαιδαγωγικός
[επίθ.]
διαπαιδαγωγούμαι
[ρ. παθ.]
διαπαιδαγωγώ
{διαπαιδαγ...
διαπάλη
{χωρ. πληθ...
διά παντός, διαπαντός
[επίρ.]
διαπασών
[θηλ.ουσ]
διαπασών
[ουσ ουδ.]
διαπεπιστευμένος
[επίθ.]
διαπεραίωση
[θηλ.ουσ]
διαπέραση
[θηλ.ουσ]
διαπεράση
[θηλ.ουσ]
διαπερασμένος
[επίθ.]
διαπεραστικός
[επίθ.]
διαπερατός
[επίθ.]
διαπερατότητα
{χωρ. πληθ...
διαπεριφερειακός
[επίθ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis