Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαπεραστικός
επίθετο 1 penetra`nte διαπεραστικό βλέμμα==sguardo penetrante | διαπεραστικό κρύο==freddo penetrante 2 lancina`nte; acu`to διαπεραστικός πόνος==dolore lancinante 3 ((figurato)) penetra`nte; stri`dulo διαπεραστική φωνή==voce penetrante permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |