Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαπερνώ
ρήμα μεταβατικό 1 trafi`ggere; trafora`re; perfora`re το στιλέτο τού διαπέρασε την καρδιά==lo stiletto gli ha trafitto il cuore 2 attraversa`re; perfora`re το αεροπλάνο διαπέρασε τα σύννεφα==l'aeroplano ha perforato le nuvole permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |