Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαλογίζομαι  
ρήμα παθητικό

medita`re; rifle`ttere; pensa`re διαλογίζομαι τη μοίρα του ανθρώπινου γένους==meditare sulle sorti del genere umano

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαλογή διαλογικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---