Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαλογίζομαι
ρήμα παθητικό medita`re; rifle`ttere; pensa`re διαλογίζομαι τη μοίρα του ανθρώπινου γένους==meditare sulle sorti del genere umano permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |