Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιάλυση
ουσιαστικό θηλυκό 1 distruzio`ne ~f~; disfacime`nto ~m~ 2 chimica soluzio`ne ~f~ 3 μηχάνημα smonta`ggio ~m~; scomposizio`ne ~f~ διάλυση μηχανήματος==smontaggio di un macchinario 4 ((figurato)) scioglime`nto διάλυση της Βουλής==lo scioglimento del Parlamento | διάλυση αρραβώνων==scioglimento del fidanzamento 5 sve`ndita ~f~; fallime`nto ~m~ βαράω διάλυση==dichiarare fallimento permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |