Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαλλακτικότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

spi`rito ~m~ accomodante; conciliabilità ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαλλακτικότερος διαλλακτικώτατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---