Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαλεύκανση  
ουσιαστικό θηλυκό

chiarime`nto ~m~; spiegazio`ne ~f~; delucidazio`ne ~f~ η διαλεύκανση ενός εγκλήματος==il far luce su un delitto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαλευκαίνω διαλεχτός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---