Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαλεύκανση
ουσιαστικό θηλυκό chiarime`nto ~m~; spiegazio`ne ~f~; delucidazio`ne ~f~ η διαλεύκανση ενός εγκλήματος==il far luce su un delitto permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |