Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδειλός
επίθετο 1 vile; viglia`cco; coda`rdo; pauro`so 2 ti`mido; schivo; esita`nte είναι δειλός με το γυναικείο φύλο==è timido con le donne δειλότατος επίθετο superlativo di [δειλός] δειλότερος επίθετο comparativo di [δειλός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |