Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δειλιάζω  
ρήμα μεταβατικό

incu`tere pau`ra; intimori`re; spaventa`re η ιδέα του θανάτου με δειλιάζει==l'idea della morte mi incute paura

δειλιάζω
ρήμα αμετάβατο

indietreggia`re; pe`rdere cora`ggio; intimori`rsi; ave`re timo`re δε δειλιάζει μπροστά σε κανένα κίνδυνο==non indietreggia di fronte a nessun pericolo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δειλία δείλιασμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---