Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δείλια  
ουσιαστικό θηλυκό

pusillanimità ~f~

δειλία  
ουσιαστικό θηλυκό

pau`ra ~f~; viltà ~f~; timidezza ~f~ δεν ξέρει τι θα πει δειλία==non sa cosa voglia dire la paura

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δείλι δειλιάζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---