Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δασμολόγηση  
ουσιαστικό θηλυκό

determinazio`ne ~f~ di un dazio; il fissa`re un dazio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δασμολογημένος δασμολογητέος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---