Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
δασμοί
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός
1
da`zio ~m~
2
doga`na ~f~
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< δάσκαλος
δασμολογημένος >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
δασκαλεύω
{δασκάλ-εψ...
δασκαλικός
[επίθ.]
δασκαλισμός
[ουσ αρσ ]
δασκαλίστικος
[επίθ.]
δάσκαλος
{-ου κ. -ά...
δασμοί
[ουσ αρσ πληθ.]
δασμολογημένος
[επίθ.]
δασμολόγηση
{-ης κ. -ή...
δασμολογητέος
[επίθ.]
δασμολογικός
[επίθ.]
δασμολόγιο
{δασμολογί...
δασμολογούμενος
[επίθ.]
δασμολογώ
{δασμολογε...
δασμός
[ουσ αρσ ]
δασόβιος
[επίθ.]
δασοδίαιτος
[επίθ.]
δασοκομία
{χωρ. πληθ...
δασοκόμος
[ουσ αρσ και θηλ.]
δασολογία
{χωρ. πληθ...
δασολόγος
[ουσ αρσ και θηλ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis