Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δασκάλα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [δάσκαλος ^-ου, ο^]
2 mae`stra ~f~ δασκάλα φωνητικής==maestra di fonetica
3 mae`stra ~f~ elementa`re

δάσκαλος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 mae`stro ~m~, insegna`nte ~m~ δάσκαλος μουσικής==maestro di musica
2 mae`stro ~m~ elementa`re
3 mae`stro ~m~; espe`rto ~m~ είναι δάσκαλος στα ψέματα==è un maestro nel dire le bugie | βρήκε το δάσκαλό του==ha trovato chi ne sa più di lui; ha trovato il suo maestro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δασικός δασκάλεμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---