Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δασκαλισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 scolasticheri`a ~f~
2 scolastici`smo ~m~
3 scolasticità ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δασκαλικός δασκαλίστικος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---