Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βρόχος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 ca`ppio ~m~; la`ccio ~m~
2 ma`glia ~f~ di una rete

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βροχόπτωση βρύο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---