Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βρυχιέμαι
ρήμα παθητικό

variante di [βρυχώμαι]

βρυχώμαι  
ρήμα παθητικό

1 ruggi`re
2 ((figurato)) di persona urla`re; ruggi`re βρυχώμαι από τον πόνο==urlare dal dolore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βρυχηθμός βρυχώμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---