Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβροχόπτωση
ουσιαστικό θηλυκό pio`ggia ~f~; precipitazio`ne ~f~ (piovosa) για αύριο προβλέπονται βροχοπτώσεις σε όλη τη χώρα==per domani sono previste precipitazioni a carattere piovoso su tutto il paese permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |