Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Βιετναμέζα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [Βιετναμέζος ^-ου, ο^]
2 vietnami`ta ~f~; abita`nte ~f~ del Vietna`m

Βιετναμέζος  
ουσιαστικό αρσενικό

vietnami`ta ~m~; abita`nte ~m~ del Vietna`m

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Βιετκόγκ Βιετναμοποίηση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---