Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβίζιτα
ουσιαστικό θηλυκό 1 vi`sita ~f~ θα πάω βίζιτα στον θείο μου==farò una visita allo zio; andrò a trovare mio zio 2 vi`sita ~f~ a una donna di fa`cili costu`mi 3 ((per estensione)) invita`to ~m~; o`spite ~mf~ έφυγε η βίζιτα;==se n'è andato l'ospite?+++αρμένικη βίζιτα==attaccare il cappello; visita di S. Elisabetta permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |