Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›Βιετκόγκ

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

Βιετκόγκ  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

vietco`ng ~mf~

permalink
‹ Βιεννέζος
Βιετναμέζα ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

βιδωμένος [επίθ.]
βιδώνω {βίδω-σα, ...
Βιεννέζα [θηλ.ουσ]
βιεννέζικος [επίθ.]
Βιεννέζος [ουσ αρσ ]
Βιετκόγκ [ουσ αρσ και θηλ.]
Βιετναμέζα [θηλ.ουσ]
Βιετναμέζος [ουσ αρσ ]
Βιετναμοποίηση [θηλ.ουσ]
βίζα {δύσχρ. βι...
βίζιτα {δύσχρ. βι...
βιζόν [ουσ ουδ.]
βικάριος {βικαρί-ου...
Βίκινγκ {πληθ. Βίκ...
βικούνα [θηλ.ουσ]
βικτοριανός [επίθ.]
Βίκτωρ {Βίκτ-ορος...
Βικτώρια [θηλ.ουσ]
Βικτωρία [θηλ.ουσ]
βίλα {βιλών}


{{ID:BIETKOGK100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti