Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Βιεννέζα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [Βιεννέζος ^-ου, ο^]
2 vienne`se ~f~; abitante ~f~ di Vienna

Βιεννέζος  
ουσιαστικό αρσενικό

vienne`se ~m~; abitante ~m~ di Vienna

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βιδώνω βιεννέζικος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---