Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βίδα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 vite ~f~
2 ((figurato)) svita`to ~m~; perso`na ~f~ svita`ta είναι λιγάκι βίδα==è un po' svitato, gli manca un venerdì+++του 'στριψε η βίδα==gli ha dato di volta il cervello

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βιγλάτορας βιδάνιο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---