GrecoItaliano


αυτοκίνητο  
ουσιαστικό ουδέτερο

automo`bile ~f~; a`uto ~f~; ma`cchina ~f~; autovettu`ra ~f~ αγωνιστικό αυτοκίνητο==macchina da corsa | μεταχειρισμένο αυτοκίνητο==macchina usata, di seconda mano

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το φορτιγό αυτοκίνητο = camion [αρσ.] | furgone [αρσ.] || ράλι αυτοκινήτου = corsa [θηλ.] automobilistica || auto στρώνω το αυτοκίνητο = αυτοκίνητο essere in rodaggio || το αυτοκίνητο με ζαλίζει = patire il mal d'auto || ένα σίγουρο αυτοκίνητο = un'auto [θηλ.] affidabile



Sfoglia il dizionario




{{ID:AYTOKINHTO100}}
---CACHE---