αυτοκράτορας
ουσιαστικό αρσενικό
imperato`re ~m~
αυτοκράτειρα
ουσιαστικό θηλυκό
1 femminile di [αυτοκράτορας ^-α, ο^]
2 imperatri`ce ~f~
αυτοκράτωρ
ουσιαστικό αρσενικό
forma arcaica di [αυτοκράτορας ^-α, ο^]
ουσιαστικό αρσενικό
imperato`re ~m~
αυτοκράτειρα
ουσιαστικό θηλυκό
1 femminile di [αυτοκράτορας ^-α, ο^]
2 imperatri`ce ~f~
αυτοκράτωρ
ουσιαστικό αρσενικό
forma arcaica di [αυτοκράτορας ^-α, ο^]
permalink
αυτοκράτειρα {αυτοκρατε...
αυτοκράτορας {αυτοκρατό...
αυτοκράτωρ {αυτοκράτο...
---CACHE---
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
