GrecoItaliano


αυτοκράτορας  
ουσιαστικό αρσενικό

imperato`re ~m~

αυτοκράτειρα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [αυτοκράτορας ^-α, ο^]
2 imperatri`ce ~f~

αυτοκράτωρ
ουσιαστικό αρσενικό

forma arcaica di [αυτοκράτορας ^-α, ο^]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:AYTOKRATORAS100}}
---CACHE---