Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αυτοκράτειρα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [αυτοκράτορας ^-α, ο^]
2 imperatri`ce ~f~

αυτοκράτορας  
ουσιαστικό αρσενικό

imperato`re ~m~

αυτοκράτωρ
ουσιαστικό αρσενικό

forma arcaica di [αυτοκράτορας ^-α, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αυτοκόλλητος αυτοκρατορία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---